- αὐτόφορτος
- αὐτό-φορτος, ον,A travelling with one's own cargo, S.Fr.251; dub.sense in bearing one's own baggage, A.Ch.675, Cratin.248.II cargo and all,
ὁλκάδες Plu.Aem.9
, cf. 2.467d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὁλκάδες Plu.Aem.9
, cf. 2.467d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυτόφορτος — αὐτόφορτος, ον (AM) [φόρτος] (για πλοίο) μαζί με το φορτίο αρχ. αυτός που σηκώνει μόνος το φορτίο του … Dictionary of Greek
αὐτόφορτον — αὐτόφορτος travelling with one s own cargo masc/fem acc sg αὐτόφορτος travelling with one s own cargo neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοφόρτους — αὐτόφορτος travelling with one s own cargo masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόφορτοι — αὐτόφορτος travelling with one s own cargo masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγή — η, ΝΑ νεοελλ. το σύνολο τών εξαρτημάτων που τίθενται στα υποζύγια για ίππευση, για ζεύξη ή για φόρτωση αρχ. 1. το φορτίο τών αποσκευών που ανήκουν σε οδοιπόρο («αὐτόφορτος οἰκείᾳ σαγῇ» μεταφέροντας ο ίδιος τις αποσκευές του, Αισχύλ.) 2.… … Dictionary of Greek